χούφτα

χούφτα
η / φοῡκτα, ΝΜ, και φούχτα και φούκτα Ν
η παλάμη τού χεριού μισόκλειστη, το κοίλο τού χεριού
νεοελλ.
1. η ποσότητα που χωράει στην παλάμη τού χεριού («μια χούφτα ρύζι»)
2. πολύ μικρός αριθμός («μια χούφτα άνθρωποι»)
3. λαβή, ιδίως σπαθιού («και συ σπαθί μου δαμασκί με τη χρυσή τη χούφτα», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φούχτα / φοῦκτα έχουν προέλθει, κατά μία άποψη, από το αρχ. πυκτή «πίνακας που διπλώνεται, δίπτυχο», με τροπή τών π- και -κ- στα αντίστοιχα εκφραστικά διαρκή τριβόμενα σύμφωνα φ- και -χ- και τού -υ- σε -ου- (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι). Εξάλλου, ο τ. χούφτα έχει σχηματιστεί με αντιμετάθεση από τον τ. φούχτα (πρβλ. φαλάκρα: καράφλα). Κατ'άλλους, ο τ. φοῦκτα έχει προκύψει υποχωρητικά από το ρ. φουκτίζω /φουχτίζω (πρβλ. μαγαρίζω: μαγάρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χούφτα — χούφτα, η και φούχτα, η 1. η παλάμη του χεριού. 2. όσο χωράει η παλάμη: Μας έδωσε μια χούφτα μύγδαλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δέσμη — Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο… …   Dictionary of Greek

  • χουφτιά — και φουχτιά, η, Ν η ποσότητα που χωράει σε μια χούφτα, σε μια παλάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χούφτα / φούχτα + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • χουφτώνω — και φουχτώνω Ν [χούφτα / φούχτα] 1. πιάνω κάτι με την χούφτα, πιάνω γερά 2. αρπάζω («μού χούφτωσε τα χρήματα και έφυγε») 3. μτφ. κάνω βίαιη ερωτική χειρονομία …   Dictionary of Greek

  • χούφταλο — και φούχταλο, το, Ν (σκωπτ.) πολύ γέρος άνθρωπος που δεν έχει καμία σωματική ή ψυχική δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούχτα / χούφτα + κατάλ. αλο (πρβλ. θρύψ αλο). Κατ άλλους, ωστόσο, ο τ. έχει προέλθει μέσω ιδιωματικού τ. κούφταλο / κούχτελο από το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • φούχτα — φούχτα, η και χούφτα, η 1. η παλάμη του χεριού: Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά (Ι. Γρυπάρης). 2. όσο χωράει η παλάμη (η φούχτα), αδραξιά, φουχτιά, χεριά: Μια φούχτα λίρες. 3. η λαβή σπαθιού και πολλών άλλων οργάνων ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

  • Demotizist — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

  • Dimotiki — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818… …   Deutsch Wikipedia

  • αδραξιά — και δραξιά, η [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα, γράπωμα 2. η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει στη χούφτα, η χουφτιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”